- αγελαδιά
- η [αγελάδα]δέρμα αγελάδας ή βοδιού, αγελαδοτόμαρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγελάδι — και γελάδι, το (Μ ἀγελάδιν) 1. αγελάδα 2. στον πληθ. τα αγελάδια ή γελάδια βόδια αδιακρίτως γένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀγελάδιν < ἀγελάς] … Dictionary of Greek
αγελαδοπέτσι — και γελαδοπέτσι, το η αγελαδιά* … Dictionary of Greek
αλογογελάδια — και αλογογέλαδα, τα αγέλη αλόγων και βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + αγελάδια, πληθ. τής λ. αγελάδι] … Dictionary of Greek